- μνα
- (από το ακκαδικό manu). Μονάδα βάρους, την οποία χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι λαοί της ανατολικής Μεσογείου· για τους Βαβυλωνίους και τους Έλληνες αντιστοιχούσε με το 1/60 του ταλάντου. Οι Βαβυλώνιοι είχαν την ελαφρή μ., που αντιστοιχούσε με 502,2 γρ., και τη βαριά μ., που είχε το διπλάσιο βάρος. Στο αττικό-ευβοϊκό σύστημα βάρους, που επιβλήθηκε στα άλλα αρχαία ελληνικά συστήματα, η μ. αντιστοιχούσε με 436,6 γρ.: υπήρχαν όμως στην Αθήνα, καθώς και στις άλλες ελληνικές πόλεις διάφοροι τύποι μ. Ως νομισματική μονάδα η ελληνική μ. ισοδυναμούσε με το 1/60 του ταλάντου και διαιρούνταν σε 100 δραχμές και πενήντα στατήρες (δίδραχμα).
* * *(I)η (Α μνᾱ και ιων. τ. μνέα, γεν. μνᾱς και μνῆς)νομισματική μονάδα και μονάδα βάρους τών αρχαίων Ελλήνων που ισοδυναμούσε με εκατό δραχμές.[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειο από τη Σημιτική (πρβλ. ακαδ. manū, ουγκαριτ. mu, εβρ. mānē), πιθ. από αμάρτυρο φοινικικό *mәnē. Ο αρχ. ινδ. τ. manā- «κόσμημα από χρυσό» δεν πρέπει να είναι συγγενής με τους προηγούμενους τύπους].————————(II)μνᾱ, ἡ (Α)(αιολ. τ.) βλ. μνεία.
Dictionary of Greek. 2013.